φύλαξη

φύλαξη
η / φύλαξις, -άξεως, ΝΜΑ [φυλάσσω]
νεοελλ.
1. περιφρούρηση, διαφύλαξη («φύλαξη τών θησαυρών του»)
2. στάση κατά τη λογχομαχία
νεοελλ.-μσν.
προφύλαξη, προστασία
μσν.-αρχ.
φρούρηση («εἰς πόλεως φύλαξιν τεταγμένοι», Νικ. Χων.)
αρχ.
ασφάλεια, εξασφάλιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φύλαξη — η 1. η φρούρηση: Η φύλαξη των συνόρων. 2. διαφύλαξη, προφύλαξη, προστασία: Η φύλαξη της ζωής του γινόταν από σωματοφύλακες. 3. συντήρηση, διατήρηση: Άφησε στον αδερφό της τη φύλαξη του σπιτιού της. 4. η αμυντική ικανότητα που εμφανίζουν σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυλάξη — φύλαξις watching fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλάξῃ — φυλάξηι , φύλαξις watching fem dat sg (epic) φυλάσσω keep watch and ward aor subj mid 2nd sg φυλάσσω keep watch and ward aor subj act 3rd sg φυλάσσω keep watch and ward fut ind mid 2nd sg φῡλάξῃ , φυλάζω form into tribes aor subj mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαταθήκη — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ονομαζόμενο θεματοφύλακας, παραλαμβάνει από ένα άλλο πρόσωπο (παρακαταθέτη) ένα κινητό πράγμα προς φύλαξη, με την υποχρέωση να το επιστρέψει μόλις ζητηθεί. Ως κινητά νοούνται όλα τα μη… …   Dictionary of Greek

  • μεσεγγύηση — (Νομ.). Ειδική μορφή παρακαταθήκης, με την οποία πράγμα κινητό ή ακίνητο, για το οποίο προβάλλουν δικαιώματα αμφισβητούμενα ή αβέβαια πολλά πρόσωπα, παραδίδεται για φύλαξη στην κατοχή τρίτου (μεσεγγυούχου), ώσπου να επιλυθεί η διαφορά. Η μ.… …   Dictionary of Greek

  • αδελφότητα — Οργάνωση που αναπτύσσει επαγγελματική, φιλανθρωπική, κοινωνική ή θρησκευτική δράση. Α. ήταν και ενώσεις πιστών στη μεσαιωνική Ευρώπη, συνήθως υπό την προστασία ενός αγίου. Τα όρια μεταξύ συντεχνίας και α. είναι ασαφή, επειδή στην α. μετέχουν μέλη …   Dictionary of Greek

  • θησαυρός — Ο συσσωρευμένος πλούτος, σε χρήματα ή τιμαλφή. (Αρχαιολ.) Κτίριο των αρχαίων ελληνικών ιερών, ειδικά κατασκευασμένο για τη φύλαξη των πολύτιμων ή λατρευτικών αντικειμένων. Στους μυκηναϊκούς χρόνους οι θ. ήταν υπόγεια οικοδομήματα, ειδικά… …   Dictionary of Greek

  • φυλάξηι — φύλαξις watching fem dat sg (epic) φυλάξῃ , φυλάσσω keep watch and ward aor subj mid 2nd sg φυλάξῃ , φυλάσσω keep watch and ward aor subj act 3rd sg φυλάξῃ , φυλάσσω keep watch and ward fut ind mid 2nd sg φῡλάξῃ , φυλάζω form into tribes aor… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγροφυλακή — Δημόσια υπηρεσία που είχε έργο της την τήρηση της αγροτικής ασφάλειας και καταργήθηκε το 1993. Πρώτος νόμος που αφορούσε θέματα α. ήταν το διάταγμα της 13 5 1835 «περί προξενουμένης εις τους αγρούς βλάβης εκ της βοσκής ζώων», ενώ από τους νόμους… …   Dictionary of Greek

  • βαλάντιο — I Σακουλάκι από ύφασμα, δέρμα ή άλλο υλικό, που το χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα για τη φύλαξη χρημάτων. Επειδή τα αρχαία β. κατασκευάζονταν από υλικά που φθείρονταν εύκολα, δεν έχουν διασωθεί παρά ελάχιστα. Έχουμε όμως μια πλήρη εικόνα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”